Χρόνος: Χθες το απόγευμα. 7 θαρρώ ήταν.
Χώρος: Το μαγαζί των γονιών μου.
Πρωταγωνιστές: Εγώ, οι πελάτες και φίλοι μετά από 20 χρόνια, φίλοι των γονιών μου εδώ και 30 χρόνια που ζουν εκτός Αθηνών και Ελλάδος.
Κάθομαι στον πάγκο. Διαβάζω. Προσπαθώ τουλάχιστον. Με έχει πιάσει πονοκέφαλος από το κλιματιστικό. Θέλω να το κλείσω, ν' ανοίξω την πόρτα να μπει φρέσκος αέρας. Δεν μπορώ όμως. Πρέπει να λειτουργεί συνέχεια για να μην ανεβάσουν θερμοκρασία τα ψυγεία και χαλάσουν. Έχει ντου μανιάσει ο χώρος από τον καπνό. Έχει ποτίσει το δέρμα μου με τη μυρωδιά του τσιγάρου. Σιχαίνομαι ελαφρώς τον εαυτό μου. Θέλω να πάω σπίτι να κάνω μπάνιο και να βάλω καθαρά ρούχα. Δεν μπορώ. Πρέπει να περιμένω τρεις ώρες μέχρι να κλείσω το μαγαζί.
Διαβάζω στα Αγγλικά το βιβλίο μου. Έχω το λεξικό δίπλα μου και το ανοίγω κάθε λίγο και λιγάκι για να βρω τη σημαίνει μια λέξη. Νόμιζα ότι ξέρω να χειρίζομαι πάρα πολύ καλά την Αγγλική Γλώσσα. Απογοητεύομαι με τον εαυτό μου.
Μπαίνει πελάτης.
Πιάνουμε την κουβέντα.
Μπαίνει δεύτερος πελάτης.
Συμμετέχει και αυτός στην κουβέντα. Ούτως ή άλλως όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Μια μεγάλη ευτυχισμένη οικογένεια. Παίρνουν τσιγάρα και παγωτά.
Χειμώνα - καλοκαίρι όλοι αγοράζουν τσιγάρα. Το χειμώνα παίρνουν ζεστά νερά και σοκολάτες. Το καλοκαίρι κρύα νερά και παγωτά.
Με πληρώνουν. Φεύγουν. Γυρνάνε στα γραφεία τους. Όλοι περιμένουν να φύγουν διακοπές. Σκέφτομαι ότι τους λυπάμαι. Δουλεύουν 11 μήνες το χρόνο και περιμένουν 2 ή 3 εβδομάδες το χρόνο να χαρούν τη ζωή τους, τα παιδιά τους, τους συντρόφους τους. Να ζήσουν. Καταθλιπτικό...
Συνεχίζω να διαβάζω το βιβλίο μου. Χάνω την επαφή για λίγο με την πραγματικότητα. Μάλλον με παίρνει ο ύπνος στον πάγκο. Νυστάζω τόσο πολύ.
Μπαίνει μέσα μια γνωστή / πελάτισσα.
Με ξυπνάει. Είναι μικρή σχετικά σε ηλικία. Όμορφη και έξυπνο πλάσμα. Με δουλεύει που βλέπει σ' αυτή την κατάσταση. Γελάω. Έχει δίκιο... Πάει στο ψυγείο του παγωτού. Ξέρω τι θα πάρει, προτού το πάρει. Δύο παγωτά. Ένα με μαύρη σοκολάτα για την αδερφή της, ένα με μπισκότα για εκείνη. Επαληθεύομαι. Πιάνουμε την κουβέντα. Τη ρωτάω πως τη λένε. Έχει το ίδιο όνομα με εμένα! Γελάμε.
Χτυπάει το τηλέφωνο. Η κοπέλα φεύγει. Στην πόρτα κοντοστέκεται, μου κάνει νόημα ότι θα περάσει για να πιούμε καφέ. Της λέω πως θα είναι χαρά μου. Όντως θα χαρώ αν έρθει. Θέλω να τη γνωρίσω καλύτερα...
Η νονά μου στην άλλη άκρη του τηλεφώνου. Πήρε να δει τι κάνω. Της λέω τα νέα μου γρήγορα. Μου λέει πως ζεσταίνεται. Και εγώ το ίδιο. Με ρωτάει αν θα πάω διακοπές. Όχι δεν θα πάω πουθενά. Έχω διάβασμα για την εξεταστική. Μαζεύω λεφτά για να φύγω να πάω στην Αγγλία και μετά στον Πάρη. Μην ανησυχείς μου λέει. Θα σου τσοντάρω και εγώ. Καλά, καλά ας μην το συζητήσουμε τώρα αυτό. Άντε καλό απόγευμα νονά και καλό μήνα... Φιλιά και καλό μήνα.
Χάρηκα που μιλήσαμε. Είχα να της μιλήσω ένα χρόνο. Είχα τσατιστεί και είχα κόψει τις επαφές μαζί της. Μέχρι που πριν από ένα δίμηνο με πήρε τηλέφωνο. Δε βαριέσαι... Μεγάλη γυναίκα είναι (κοντεύει τα 85), παιδιά δεν έχει, ας βάλω νερό στο κρασί μου.
Μπαίνει ο Γρηγόρης στο μαγαζί.
Αρχίζουμε και μιλάμε. Ξεφεύγουμε λιγάκι. Αλλά πάντα αυτό γίνεται με τον Γρηγόρη. Του δίνω την διεύθυνση του blog. Είναι η πρώτη φορά που το κάνω αυτό. Μονάχα τέσσερις φίλοι μου ήξεραν την ύπαρξη του. Φεύγει. Πρέπει να πάει σπίτι. Έχει και μια γυναίκα με ένα παιδί που πρέπει να φροντίσει...
Χτυπάει ξανά το τηλέφωνο. Ο Θωμάς.
Προσπαθεί να μου κάνει πλάκα. Δεν τα καταφέρνει. Η στεντόρεια φωνή του είναι χαρακτηριστική. Πήρε από Θεσσαλονίκη να δει τι κάνουμε. Με βρίζει που δεν ανέβηκα όπως του είχα πει ότι θα κάνω. Προσπαθώ να δικαιολογηθώ. Με λέει τσογλάνι. Πιστεύει ότι έχω μοιάσει στον πατέρα μου. Και δεν χαίρεσαι τον ρωτάω; Φυσικά μου απαντά. Θεωρεί ότι είμαι άξιο τέκνο της παρέας τους (Πατέρας - Θωμάς - Πάρις). Τσογλάνι, προβληματικό, αυθάδης, με απορίες και θέληση για ταξίδια. Γελάω. Με ρωτά πότε θα ανέβω. Του λέω ότι είπα και στη νονά. Πρώτα Αγγλία, μετά στον Πάρι στην Αυστρία και μετά Θερμαϊκό. Συμφωνεί. Συνεχίζουμε να μιλάμε.
Πρέπει να το κλείσουμε. Χρεώνεται υπεραστικό και δεν έχει τη δυνατότητα να πληρώνει μεγάλους λογαριασμούς.
"Δεν υπάρχουν άγγελοι στα χαρακώματα".
Γιατί γαμώ το φελέκι μου, οι καλοί υποφέρουν; Γιατί ο Θωμάς να έχει περάσει ότι έχει περάσει στη ζωή του; Δούλεψε νύχτα, δούλεψε ταξί, ξαναδούλεψε νύχτα. Πριν από 18 χρόνια είχε ατύχημα με τη μηχανή. Κατέληξε με δύο σακατεμένα πόδια. Ακόμη και σήμερα στα 55 του υποφέρει. Σημάδια και λάμες. Από αυτά χαρακτηρίζεται η ζωή του. Κι όμως παρά την ταλαιπωρία του, παρά το γεγονός ότι είναι μόνος του, έχει ακόμη την ψυχή ενός μικρού παιδιού. Ξέρει να αγαπάει. Λίγοι άνθρωποι αγαπούν σαν τον Θωμά... Λίγοι...
Συνεχίζω το διάβασμα του βιβλίου. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ Το κλείνω.
Παίρνω χαρτί και μολύβι. Αρχίζω και γράφω στον Πάρι. Θέλω να ανέβω. Για ένα μήνα. Να κάθομαι σε μια βεράντα ή ένα κήπο με 30 βιβλία, άλλα τόσα περιοδικά και πολύ μουσική και να κοιτάζω τις Άλπεις. Ξέρω ποια θα είναι η απάντηση του πριν στείλω το γράμμα ή τον πάρω τηλέφωνο. Θα με βρίσει. Τόσα χρόνια το ίδιο πράγμα λέμε. "Πότε θα ανέβω;" Ήρθε η ώρα όμως. Δεν πάει άλλο. Θέλω να φύγω. Θέλω διακοπές. Έχω να πάω διακοπές 4 χρόνια. Πάμε για 5..
"Η δουλειά καταβροχθίζει τις καλύτερες ώρες του ανθρώπου..."
"Οι πόλεις είναι χτισμένες για να σκοτώνουν τους ανθρώπους..."
"Τα καλοκαίρια είναι μακρύτερα εκεί όπου κρεμιούνται οι αυτόχειρες και οι μύγες μαζεύονται στη βρώμα..."
Ένα ακόμη επεισόδιο της ζωής μου.. Τύφλα να έχει ο Φώσκολος. Τέλος.