Πέμπτη 26 Ιουλίου 2007

Ωραίο καλοκαίρι...

Κοιμάμαι άσχημα τα βράδια. Ζεσταίνομαι. Ιδρώνω.
Δεν έχω κλιματιστικό. Ούτε καν ανεμιστήρα Νιώθω ότι λιώνω. Ώρα με την ώρα. Ξυπνάω. Κάθομαι στο κρεβάτι Ησυχία παντού. Δεν κινούμαι. Οι δικοί μου κοιμούνται βαθιά. Έχουν αφήσει ανοιχτή την μπαλκονόπορτά τους και ακούω την Ήρα να γρυλίζει με το θρόισμα των φύλλων. Τους φυλάει.
Σκέφτομαι να πάω να πιω νερό. Το ψυγείο μου φαίνεται ότι είναι πολύ μακριά. Νυστάζω κιόλας. Το πιο πιθανό πως μέσα στο μαύρο σκοτάδι θα σκοντάψω κάπου και θα πέσω. Πάω αθόρυβα -σχεδόν- στο μπάνιο να πιω από τη βρύση. Είναι πιο κοντά. Ακούω τα πουλιά να καλεαηδούν (κοτσύφια και αηδόνια αν δεν κάνω λάθος) και τα τζιτζίκια. Ξημερώνει σκέφτομαι. Δεν κοίταξα τι ώρα είναι Δε με νοιάζει. Ζαλίζομαι. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική. Γυρνάω στο δωμάτιό μου. Τα φώτα του αυτοκινήτου από τη διπλανή πολυκατοικία τρυπώνουν στο χώρο από το μικρό ξύλινο παράθυρο.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που είδα αυτό το δωμάτιο λίγες μέρες πριν μετακομίσουμε σ' αυτό το σπίτι. Το παραθυράκι αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που παρατήρησα. Εξαιτίας του παρακαλούσα τους γονείς μου να πάρω εγώ αυτή την κρεβατοκάμαρα -είναι η μεγαλύτερη-. Σε μια άχαρη κατ' άλλα πολυκατοικία, το παραθυράκι αυτό ξεχώριζε. Αυτό και το μπαλκόνι ίσως είναι τα μόνα πράγματα που μ' αρέσουν σ' αυτό το σπίτι. Ίσως για χάρη τους να μην έφευγα ποτέ από εδώ. Πάω στο κρεβάτι. Βαριέμαι αφόρητα. Ζεσταίνομαι αφόρητα. Θα ήθελα να ξανακοιμηθώ, αλλά δεν βρίσκω το λόγο. Δεν θα το ευχαριστηθώ. Ανοίγω το στερεοφωνικό και βάζω σιγά τη μουσική.
Η Ήρα έχει ακούσει οτι σηκώθηκα. Έχει αφήσει το συνηθισμένο πόστο της στο δωμάτιο των γονιών μου και την ακούω να ξύνει την πόρτα μου. Απαιτεί ουσιαστικά να της ανοίξω. Δεν έχω άλλη επιλογή. Ήδη έχει κάνει ζημιά σε όλες τις πόρτες με τα νύχια της. Αν την άφηνα θα άνοιγε τρύπα στο τέλος. (Την εγγύηση που δώσαμε στην αρχή για τυχόν ζημιές στο σπίτι την έχουμε σίγουρα χάσει...) Μπαίνει μέσα. Αρχίζει και μυρίζει τα μαξιλάρια και τα βιβλία που είναι πεταμένα στο πάτωμα. Μετά από λίγο απομακρύνεται και ανεβαίνει και αυτή στο κρεβάτι. Τεντώνεται και πιάνει σχεδόν τα 2/3. Μαζεύομαι όσο πιο κοντά στον τοίχο γίνεται, προσπαθώντας να της αφήσω μπόλικο χώρο. Από κουτάβι έχει μάθει να κοιμάται μαζί μου. Το χειμώνα λειτουργεί ως έξτρα κουβέρτα. Το καλοκαίρι όμως αυτό δε γίνεται. Δεν μπορώ τίποτε πάνω μου ή δίπλα μου όταν έχει τόση ζέστη.
Πιάνω ένα περιοδικό από το πάτωμα και ανάβω το φως στην ανθοστήλη που λειτουργεί ως κομοδίνο. Η κυρία αρχίζει και με σπρώχνει με το κεφάλι της. Την ενοχλεί το φως. Ιδιοτροπίες που έχει και αυτό το ζωντανό. Ποιος την καλόμαθε έτσι αναρωτιέμαι...; Με μουτζώνω για την αφελή ερώτηση που έκανα στον εαυτό μου. Σχεδόν πάντα κάνουμε ότι θέλει εκείνη. Υποκύπτω και σβήνω το φως. Σηκώνομαι και πάω στο γραφείο. Πιάνω ένα τετράδιο και ένα στυλό. Βάζω το γυαλιά μου, ας όψεται η μυωπία, τα οποία παραλίγο να πατήσω αφού ήταν και αυτά πεταμένα στο πάτωμα και αρχίζω να γράφω. Βαριέμαι να ψάχνω καλώδια για να συνδέσω και να ανοίξω τον Η/Υ. Αρχίζω και γράφω. Κοιτάζω το ρολόι. Σε λίγο θα αρχίσει να χτυπά το ξυπνητήρι. Πρέπει ν' αρχίσω να ετοιμάζομαι για να φύγω για δουλειά. Τι φοράνε; Θα έχει 40 βαθμούς το λιγότερο. Ουφ, γαμώ το φελέκι μου και τους εμπρηστές μου. Τη σιχαίνομαι αυτή τη διαδικασία. Αρπάζω τη φόρμα που κρέμεται από μια καρέκλα και το πρώτο μακό που βρίσκεται μπροστά μου. Πάλι σαν λέτσος θα βγω στην κοινωνία. Πάω να πλυθώ και να φτιάξω καφέ. Φτιάχνω την τσάντα μου. Στριμώχνω μέσα γυαλιά, κλειδιά, περιοδικά, βιβλία, cd, μαρκαδόρους, στυλό και το τετράδιο.
Βγαίνω έξω. Ήδη άρχισα να ιδρώνω και είναι δεν είναι 7. Δε γαμιέται; Ανάβω τσιγάρο και αρχίζω να περπατάω μέχρι τον κεντρικό δρόμο για να βρω ταξί. Σιγά μην περπατήσω μέχρι τη στάση για να βρω λεωφορείο με τέτοια ζέστη. Λυπάμαι τα λεφτά που θα δώσω, αλλά το σώμα μου αρνείται να λειτουργήσει με έναν ήλιο να καίει.
Βλέπω το κίτρινο αμάξι να πλησιάζει. Σηκώνω το χέρι μου να σταματήσει. Λέω τον προορισμό μου στον οδηγό και καθώς ξεκινά βάζω τα ακουστικά στ' αυτιά μου και ψάχνω το αγαπημένο μου κομμάτι στο i-pod. Καθώς προχωράμε κοιτάζω πίσω την Πεντέλη. Ένα καφέ σύννεφο την καλύπτει. Βλέπω μονάχα το περίγραμμά της. . .
Ωραίο καλοκαίρι αναλογίζομαι . . .

Δεν υπάρχουν σχόλια: